ποικιλτικός

ποικιλτικός
-ή, -ό / ποικιλτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ποικιλτής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα
2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική
(με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής διακόσμησης υφασμάτων κυρίως με κεντήματα, η κεντητική
νεοελλ.
φρ. «ποικιλτικός ιστός»
(πετρογρ.) περιγραφικός χαρακτηρισμός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται μέσα σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη εμφάνιση
αρχ.
1. έμπειρος, επιδέξιος στο ποίκιλμα, στη διακόσμηση υφάσματος κυρίως με κεντήματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποικιλτικά
κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά.
επίρρ...
ποικιλτικῶς Α
με ποικιλτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλτικός — skilful in embroidery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποικιλία: Ποικιλτική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλτικά — ποικιλτικός skilful in embroidery neut nom/voc/acc pl ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc/acc dual ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῆς — ποικιλτικός skilful in embroidery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῇ — ποικιλτικός skilful in embroidery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτική — ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικήν — ποικιλτικός skilful in embroidery fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῶς — ποικιλτικός skilful in embroidery adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆԿԱՐԱԿԵՐՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0429 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c, 17c ա. ποικιλτής variegator ποικιλτικός phrygionicus. Նկարուք կերտօղ. որ գործէ անկուածս պէսպէս, եւ որ կենդանագրէ զպատկեր: *Անկանել գործել զամենայն գործ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”